Τρίτη, Μαΐου 02, 2006

Αίμα και ήλιος


Κοιμήθηκε ο πιτσιρίκος. Μόλις ενός χρόνου είναι. Έκλεισε τα ματάκια του και πήγε στην ονειροχώρα. Είναι σαν τη γη μας. Πιο σκοτεινή. Και κινείται ελικοειδέστατα. Στρέφεται και στο χώρο και στο χρόνο. Εκεί ο μικρούλης συνάντησε τον κυρ Οδυσσέα.
_ Λοιπόν μικρέ μου; Πώς σου φαίνεται ο τόπος μας;
_ Σκοτεινός. Πού είναι ο ήλιος;
_ Ο ήλιος, για να φανεί μικρέ μου... θέλει αίμα. Θέλει πολύ αίμα...
Έτσι είπε ο κυρ Οδυσσέας και χαμογέλασε μα ο μικρούλης ταράχτηκε. Και μέσα στην ταραχή του πετάχτηκε κι έβαλε τα κλάμματα... δεν μπορούσε να μιλήσει, να εξηγήσει, μπορούσε μόνο να κλάψει.
Η μάνα του τον πήρε στην αγκαλιά της και μαζί με τον πατέρα του βγήκαν από το σπίτι. Πήγαν στο πεδίο του Άρεως για την συγκέντρωση. Χιλιάδες άνθρωποι, άλλοι με γαρύφαλλα στα χέρια, άλλοι με σημαίες κόκκινες και μαύρες, άλλοι με πλακάτ. Ακούγονταν τραγούδια, ανακατεμένα με συνθήματα... μα ο μικρούλης δεν καταλάβαινε. Έγειρε το κεφαλάκι του στο στήθος της μάνας του και ξανακοιμήθηκε.
_ Καλώς τον πάλι, είπε χαμογελαστά ο κυρ Οδυσσέας. Θέλεις να σου δείξω που είναι ο ήλιος και πως βγαίνει;;;
Ο μικρός έγνεψε ναι.
Τον πήρε στην αγκαλιά του ο κυρ Οδυσσέας και πήγανε μια βόλτα μέχρι ένα σκοτεινό διάδρομο.
_ Ο ήλιος είναι στο τέλος μικρέ μου. Άνοιξε τα ματάκια σου και θα τον δεις να ανεβαίνει σιγά σιγά.
Προχώρησαν μέσα στο διάδρομο.
Ο μικρός άκουσε φωνές. Είδε ανθρώπους με χλαμύδες κόκκινες, να τρέχουν και άλλους με σπασμένες αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια να τρέχουν κι αυτοί! Φωνές από παντού και σπαθιά να χτυπούν μεταξύ τους. Είδε ο αρχηγός της μιας ομάδας να αρπάζεται και να κρεμμιέται στον σταυρό, και τους ακόλουθους του να σφαγιάζονται. Ο Έλληνας σκλάβος των Ρωμαίων ο Σπάρτακος, είπε ο κυρ Οδυσσέας.
Ένα ποτάμι αίμα, άρχισε να ρέει στον διάδρομο που περπατούσαν και άρχισαν να αχνοφαίνονται οι πρώτες αχτίνες του ήλιου στο βάθος.
_ Θέλει αίμα για να φανεί, είπε ο κυρ Οδυσσέας ξανά. Αλλά αυτή τη φορά ο μικρούλης δεν ταράχρτηκε. Κοίταγε με τα μάτια γουρλωμένα.
Το τοπίο γύρω γύρω άλλαζε.
_ Πού είμαστε παππούλη; Αναρωτήθηκε ο μικρούλης.
_ Στην Αμερική. Σκοτώνεται κόσμος. Για να ελευθερωθούν οι νέγροι. Κι αυτοί άνθρωποι δεν είναι;
Χιλιάδες νεκροί γύρω γύρω. Άλλοι με στοές βορείων , και άλλοι με στολές νοτίων. Λευκοί και μαύροι, πεσμένοι στο χώμα. Και γύρω τους λίμνες αίματος, ενώνονταν σιγά σιγά και έμπαιναν στον διάδρομο. Και στο τέλος του διαδρόμου ο ήλιος σηκωνόταν πιο ψηλά. Ο διάδρομος άρχισε σιγά σιγά να φωτίζεται.
Προχωρούσαν ο κυρ Οδυσσέας με τον μικρό στην αγκαλιά και ξαφνικά ο τόπος γέμισε πολίτες, που ζητούσαν το οκτάωρο και αστυνομικούς, που προσπαθούσαν να εμποδίσουν μια ειρηνική πορεία τέτοιων πολιτών. Άρχισαν να ακούγονται τουφεκιές. Μια βόμβα σκάει ανάμεσα σε αστυνομικούς. Σκοτώνονται καμπόσοι, συλαμβάνονται εργάτες. Γίνονται δίκες. Και άλλοι εργάτες στο απόσπασμα! Κι άλλο αίμα... κι άλλο... 1/3/1886, Σικάγο, ψέλισε ο Οδυσσέας και ο ήλιος σηκώθηκε κι άλλο.
Περπατούσαν για ώρες. Κάθε λίγο και κάποιος νεκρός στο διάβα τους. Κι άλλο αίμα. Μαρίνος Αντύπας, Αλέκος Παναγούλης, κι άλλη πρωτομαγιά και ο ήλιος να σηκώνεται πιο ψηλά και πιο ψηλά... και ο μικρός να γουρλώνει τα ματάκια του. Όταν πια έφτασαν στο τέλος του διαδρόμου, ο ήλιος έλαμπε. Και κάτω από τον ήλιο, ζωντανοί όλοι εκείνοι που έδωσαν το αίμα τους, για να τον σηκώσουν, έγνεφαν στον μικρούλη. Κι αυτός χαμογέλασε.
Έκανε να τους γνέψει γεια, όπως του 'χε δείξει η μαμά του, αλλά κάπου ακούμπησε το χεράκι του και ξύπνησε. ΄Γύρισε το κεφαλάκι του και απάντησε το γελαστό βλέμμα της μαμάς του. Γαντζώθηκε από τον λαιμό της και έκανε να ανασηκωθεί. Τέντωσε το δείκτη από το χεράκι του και έδειξε τον ήλιο και γέλασε.
_Τί είναι αγάπη μου;
Προσπάθησε να πει "να ο ήλιος, να σηκώθηκε και θέλει αίμα για να μείνει ψηλά... μα μάταιος κόπος δεν μπορούσε να μιλήσει ακόμα... ήταν μικρούλης... αλλά ήξερε... και ο ήχος από το τραγούδι στα μεγάφωνα του φάνηκε το πιο γλυκό νανούρισμα.
"Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη η ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ
θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς
θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους..."


@Χθες ήταν Πρωτομαγιά. Όλοι οι εργαζόμενοι απεργούσαν, δίνοντας φόρο τιμής στους εργάτες του Σικάγο και υπόσχεση να συνεχίσουν τον αγώνα. Όλοι.. εκτώς από τους εργάτες των ΗΠΑ. Εκεί δεν ανήκει το Σικάγο;;;
@Το Σάββατο πέθανε ο στα 97 του ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς οικονομολόγους. Στην ερώτηση πως μεταβάλλεται το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, η απάντησή του ήταν: "Το ύψος του και το περιεχόμενο του επιβάλλονται σε μεγάλο βαθμό από τους παραγωγούς. Μια καλή επίδοση μετριέται από την παραγωγή υλικών αγαθών και υπηρεσιών. Δεν μετριέται με την παιδεία, ή τη λογοτεχνία ή τις τέχνες, αλλά με την παραγωγή αυτοκινήτωνκαι οχημάτων". Σίγουρα με το θάνατό του ο κόσμος μας έγινε φτωχότερος.

<IMG SRC="nonflash.gif" width=100 height=100 BORDER=0>